- σημαιοστολίζω
- σημαιοστολίζω, σημαιοστόλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… … Dictionary of Greek
σημαιοστολίζω — σημαιοστόλισα, σημαιοστολίστηκα, σημαιοστολισμένος, στολίζω με σημαίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαιοστολισμένος — η, ο, Ν βλ. σημαιοστολίζω … Dictionary of Greek
σημαιοστολισμός — ο, Ν 1. (σχετικά με χώρο ή κτήρια) ανάρτηση, τοποθέτηση σημαιών («για την εθνική επέτειο θα γίνει επίσημος σημαιοστολισμός») 2. μτφ. διακόσμηση, καλλωπισμός 3. ναυτ. α) «μεγάλος σημαιοστολισμός» η πρόσδεση σημαιών και σημάτων σε συρματόσχοινα από … Dictionary of Greek